παρακειμένων

παρακειμένων
παράκειμαι
lie beside
perf part mp fem gen pl
παράκειμαι
lie beside
perf part mp masc/neut gen pl
παράκειμαι
lie beside
pres part mp fem gen pl
παράκειμαι
lie beside
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ARSENIUS — I. ARSENIUS Monachus primo, postea Patriarcha Constantinopolitan. sub Theodoro Lascare Iuniore Synopsin Canonum, ex Concilii et Patribus in Concilio Trullano approbatis, collegit, circa A. C. 1255. in qua, accuratâ methodô, universam Canonicae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CONJECTUS Florum et Coronarum — in bene meritos olim frequens. Quâ faustitate exceptum fuisse Titum ob liberatam Senatus decretô Graeciam, memorant Polybius, Ecl. Leg. et Appianus Alex. Παρεκ. πει τρεσβ. Apud eundem Appianum, non coronas tantum, sed et taenias, in Titum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHUNON — civitas quondam Principum Edom, dein viculus, ubi aeris metalla damnatorum suppliciis effodiuntur. Hic castra. metati sunt filii Israel profecti de Salmona, Numer. c. 33. Latine, gemma, sive aspiciens. Hebr. Gap desc: Hebrew vel Phinon Gap desc:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διάσυρτο — το (Α διάσυρτος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. ταινία από μετάξι ή βαμβάκι, που εισάγεται με τη βοήθεια μιας βελόνας κάτω από την επιδερμίδα και αφήνεται εκεί για να μετατρέψει σε πύον τη φλόγωση παρακείμενων οργάνων, κν. το φιτίλι 2. παλιότερη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παραμορφωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμόρφωση ή αυτός που προκαλεί παραμόρφωση («παραμορφωτική αρθρίτιδα» [ιατρ.] [στη βιβλιογραφία τής ηπειρωτικής Ευρώπης] η εκφυλιστική αρθροπάθεια, πάθηση που προκαλεί ανατομικές αλλοιώσεις… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλαρθρίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. ρευματική φλεγμονή τών σπονδύλων 2. φρ. «αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα» ιατρ. χρόνια φλεγμονώδης πάθηση των μικρών αρθρώσεων και τών συνδέσμων τής σπονδυλικής στήλης, καθώς και τών παρακείμενων αρθρώσεων, που υφίστανται… …   Dictionary of Greek

  • χειλεορραφία — η, Ν ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στη συρραφή, μερική ή ολική, τών χειλέων, για ακινητοποίηση τού στόματος και τών παρακείμενων περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cheiloraphie < χείλος + ρραφία (< ραφή < ράπτω),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”